- Ἐρίφων
- Ἔριφοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρίφων — ἔριφος kid masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνοσκοπία — η είδος μαντείας, κατά την οποία προσπαθούν να προμαντέψουν το μέλλον εξετάζοντας τα οστά τής ωμοπλάτης τού αμνού, που σφάζεται σε ορισμένες επίσημες ημέρες. Μολονότι η λέξη δεν μαρτυρείται κατά την αρχαιότητα, η αμνοσκοπία θα πρέπει να αναχθεί… … Dictionary of Greek
επιδήμιος — ἐπιδήμιος, ον και ος, ία, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. η επιδημία* αρχ. μσν. (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μεθομήρεος — μεθομήρεος, ὁ (Α) αυτός ο οποίος ακολουθεί κάποιον ή αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, ακόλουθος, οπαδός («μεθομήρεος ἐρίφων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ομήρεος (< ὅμηρος)] … Dictionary of Greek
στείνω — Α 1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω 2. παθ. στείνομαι είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ ἐρίφων», Ομ. Οδ. β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.) 3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek